βραχυκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de cabeza corta]] Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).137.
|dgtxt=-ον<br />[[de cabeza corta]] Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).137.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[βραχυκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζει [[βραχυκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ψαριού με μικρό [[κεφάλι]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠκέφᾰλος Medium diacritics: βραχυκέφαλος Low diacritics: βραχυκέφαλος Capitals: ΒΡΑΧΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: brachyképhalos Transliteration B: brachykephalos Transliteration C: vrachykefalos Beta Code: braxuke/falos

English (LSJ)

ὁ, a

   A fish, Xenocr.19.

German (Pape)

[Seite 462] Kurzkopf, ein Fisch, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠκέφαλος: ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κεφαλήν, εἴδος ἰχθύος, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. (Φαβρικ. 9. 457).

Spanish (DGE)

-ον
de cabeza corta Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι Cat.Cod.Astr.11(2).137.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βραχυκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζει βραχυκεφαλία
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. είδος ψαριού με μικρό κεφάλι.