γειοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(big3_9)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[portador de tierra]] σκαφίδες <i>AP</i> 6.297 (Phan.).
|dgtxt=-ον [[portador de tierra]] σκαφίδες <i>AP</i> 6.297 (Phan.).
}}
{{grml
|mltxt=[[γειοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] χώματος.
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειοφόρος Medium diacritics: γειοφόρος Low diacritics: γειοφόρος Capitals: ΓΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: geiophóros Transliteration B: geiophoros Transliteration C: geioforos Beta Code: geiofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).

Greek Monolingual

γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.