γλαυκῶπις: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(big3_10)
(8)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ιδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [voc. [[γλαυκῶπις]] <i>Il</i>.8.420 (cód.); ac. γλαυκώπιδα <i>Il</i>.8.373, Hes.<i>Th</i>.895, Ibyc.22a, etc., pero γλαυκῶπιν <i>Od</i>.1.156, Hes.<i>Th</i>.13, 888, <i>h.Ap</i>.314, <i>h.Ven</i>.8; dat γλαυκόπι <i>IGDS</i> 8 (Himera VI a.C.)]<br />[[de ojos claros o brillantes]], [[de aspecto resplandeciente]] o, según otras interpretaciones, [[de ojos de lechuza]] epít. de Atenea θεὰ γ. [[Ἀθήνη]] <i>Il</i>.1.206, 8.357, <i>Od</i>.1.44, 13.329, Hes.<i>Th</i>.573, 888, <i>Op</i>.72, γ. [[Ἀθήνη]] <i>Il</i>.2.172, <i>Od</i>.1.156, Hes.<i>Th</i>.13, 924, <i>h.Ap</i>.323, l.c., <i>h.Ven</i>.l.c., <i>IGDS</i> l.c., Stesich.14.3<i>S</i>., S.<i>OC</i> 706, κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν Hes.<i>Th</i>.895, γ. κούρη <i>Il</i>.24.26, <i>Od</i>.2.433, Pi.<i>N</i>.7.96, Ar.<i>Th</i>.317, <i>CEG</i> 282 (Atenas V a.C.), γ. ὀβριμοπάτρη <i>Od</i>.3.135, 24.540, Hes.<i>Th</i>.587<br /><b class="num">•</b>como subst., ref. tb. a Atenea [[γλαυκῶπις]] <i>Il</i>.8.373, 406, 420, <i>Od</i>.6.47, 13.389, Pi.<i>O</i>.7.51, <i>N</i>.10.7, Orph.<i>H</i>.32.17, Tyrt.2.16, Corn.<i>ND</i> 20, Luc.<i>DDeor</i>.13, <i>Charid</i>.11, Ach.Tat.2.14.1<br /><b class="num">•</b>epít. de Casandra, Ibyc.l.c.<br /><b class="num">•</b>de Tetis, Orph.<i>H</i>.22.1<br /><b class="num">•</b>de Hera τέμενος γλαυκώπιδος ... Ἥρης <i>AP</i> 9.189<br /><b class="num">•</b>de la luna, Emp.B 42.3, E.<i>Fr</i>.1009, identificada con Atenea Μήνη γ. Nonn.<i>D</i>.5.70<br /><b class="num">•</b>del olivo como árbol asociado a Atenea, Euph.166 (pero tal vez c. connotación de color <i>de color verde brillante</i>), cf. [[γλαυκός]] y [[γλαυκωπός]].
|dgtxt=-ιδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [voc. [[γλαυκῶπις]] <i>Il</i>.8.420 (cód.); ac. γλαυκώπιδα <i>Il</i>.8.373, Hes.<i>Th</i>.895, Ibyc.22a, etc., pero γλαυκῶπιν <i>Od</i>.1.156, Hes.<i>Th</i>.13, 888, <i>h.Ap</i>.314, <i>h.Ven</i>.8; dat γλαυκόπι <i>IGDS</i> 8 (Himera VI a.C.)]<br />[[de ojos claros o brillantes]], [[de aspecto resplandeciente]] o, según otras interpretaciones, [[de ojos de lechuza]] epít. de Atenea θεὰ γ. [[Ἀθήνη]] <i>Il</i>.1.206, 8.357, <i>Od</i>.1.44, 13.329, Hes.<i>Th</i>.573, 888, <i>Op</i>.72, γ. [[Ἀθήνη]] <i>Il</i>.2.172, <i>Od</i>.1.156, Hes.<i>Th</i>.13, 924, <i>h.Ap</i>.323, l.c., <i>h.Ven</i>.l.c., <i>IGDS</i> l.c., Stesich.14.3<i>S</i>., S.<i>OC</i> 706, κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν Hes.<i>Th</i>.895, γ. κούρη <i>Il</i>.24.26, <i>Od</i>.2.433, Pi.<i>N</i>.7.96, Ar.<i>Th</i>.317, <i>CEG</i> 282 (Atenas V a.C.), γ. ὀβριμοπάτρη <i>Od</i>.3.135, 24.540, Hes.<i>Th</i>.587<br /><b class="num">•</b>como subst., ref. tb. a Atenea [[γλαυκῶπις]] <i>Il</i>.8.373, 406, 420, <i>Od</i>.6.47, 13.389, Pi.<i>O</i>.7.51, <i>N</i>.10.7, Orph.<i>H</i>.32.17, Tyrt.2.16, Corn.<i>ND</i> 20, Luc.<i>DDeor</i>.13, <i>Charid</i>.11, Ach.Tat.2.14.1<br /><b class="num">•</b>epít. de Casandra, Ibyc.l.c.<br /><b class="num">•</b>de Tetis, Orph.<i>H</i>.22.1<br /><b class="num">•</b>de Hera τέμενος γλαυκώπιδος ... Ἥρης <i>AP</i> 9.189<br /><b class="num">•</b>de la luna, Emp.B 42.3, E.<i>Fr</i>.1009, identificada con Atenea Μήνη γ. Nonn.<i>D</i>.5.70<br /><b class="num">•</b>del olivo como árbol asociado a Atenea, Euph.166 (pero tal vez c. connotación de color <i>de color verde brillante</i>), cf. [[γλαυκός]] y [[γλαυκωπός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[γλαυκῶπις]], (-ιδος), η (Α)<br /><b>1.</b> (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια<br /><b>2.</b> [[γλαυκός]] («[[γλαυκῶπις]] [[ἐλαία]], [[σελήνη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i>, «[[μάτι]], [[πρόσωπο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βλοσυρώπις</i>, [[βοώπις]], [[ελικώπις]]). Η αρχική [[σημασία]] του επιθέτου [[πρέπει]] να ήταν «αυτή που έχει μάτια ή όψη κουκουβάγιας» (<b>βλ.</b> και λ. [[γλαυκός]])].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκῶπις Medium diacritics: γλαυκῶπις Low diacritics: γλαυκώπις Capitals: ΓΛΑΥΚΩΠΙΣ
Transliteration A: glaukō̂pis Transliteration B: glaukōpis Transliteration C: glafkopis Beta Code: glaukw=pis

English (LSJ)

ἡ, gen. ιδος: acc. ιδα, also ιν Od.1.156:—in Hom., epith. of Athena, prob.,

   A with gleaming eyes, Il.1.206, al., cf. IG12.418, Sch. Ven.ad 5.458, Hsch.    II = γλαυκός, of the olive, Euph.150; of the moon, Emp.42.3, E.Fr. 1009.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκῶπις: ἡ· γεν.-ιδος· αἰτ. -ιδα, ἀλλὰ καὶ -ιν Ὀδ. Α. 156·‒ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, οὐχὶ τοσοῦτον ἐκ τοῦ χρώματος, ὅσον ἐκ τῆς φοβερᾶς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῆς λάμψεως, ἡ ἀκτινοβολοῦντας ἔχουσα ὀφθαλμούς, ἴδε ἰδίως Ἰλ. Α. 206, Σχόλ. Βεν. εἰς Ε. 458, Ἡσύχ. ἐν λ.· ἐν Ἀνακρεοντ. 85, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μαλακότητα (τὸ ὑγρὸν) τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀφθαλμῶν, Παυσ. 1. 14, 6. ΙΙ. = γλαυκός, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Εὔφορ. Ἀποσπ. 140·‒ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλούτ. 2. 934C, Εὐρ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1280.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
aux yeux brillants (Athéna) ; subst. la déesse aux yeux brillants.
Étymologie: γλαυκός, ὤψ.

English (Autenrieth)

ιδος: gleaming-eyed (and with reference to the color, grayish-blue); epith. of the warlike goddess Athēna.

English (Slater)


   1 bright eyed epith. of Athene. Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα (N. 7.96) pro subs., αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις (O. 7.51) Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) π]ολίοχον Γλαυ[κώπιδ]α (supp. Lobel) Δ. 4. 38.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ

• Morfología: [voc. γλαυκῶπις Il.8.420 (cód.); ac. γλαυκώπιδα Il.8.373, Hes.Th.895, Ibyc.22a, etc., pero γλαυκῶπιν Od.1.156, Hes.Th.13, 888, h.Ap.314, h.Ven.8; dat γλαυκόπι IGDS 8 (Himera VI a.C.)]
de ojos claros o brillantes, de aspecto resplandeciente o, según otras interpretaciones, de ojos de lechuza epít. de Atenea θεὰ γ. Ἀθήνη Il.1.206, 8.357, Od.1.44, 13.329, Hes.Th.573, 888, Op.72, γ. Ἀθήνη Il.2.172, Od.1.156, Hes.Th.13, 924, h.Ap.323, l.c., h.Ven.l.c., IGDS l.c., Stesich.14.3S., S.OC 706, κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν Hes.Th.895, γ. κούρη Il.24.26, Od.2.433, Pi.N.7.96, Ar.Th.317, CEG 282 (Atenas V a.C.), γ. ὀβριμοπάτρη Od.3.135, 24.540, Hes.Th.587
como subst., ref. tb. a Atenea γλαυκῶπις Il.8.373, 406, 420, Od.6.47, 13.389, Pi.O.7.51, N.10.7, Orph.H.32.17, Tyrt.2.16, Corn.ND 20, Luc.DDeor.13, Charid.11, Ach.Tat.2.14.1
epít. de Casandra, Ibyc.l.c.
de Tetis, Orph.H.22.1
de Hera τέμενος γλαυκώπιδος ... Ἥρης AP 9.189
de la luna, Emp.B 42.3, E.Fr.1009, identificada con Atenea Μήνη γ. Nonn.D.5.70
del olivo como árbol asociado a Atenea, Euph.166 (pero tal vez c. connotación de color de color verde brillante), cf. γλαυκός y γλαυκωπός.

Greek Monolingual

γλαυκῶπις, (-ιδος), η (Α)
1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια
2. γλαυκόςγλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία του επιθέτου πρέπει να ήταν «αυτή που έχει μάτια ή όψη κουκουβάγιας» (βλ. και λ. γλαυκός)].