δακτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[señalar con el dedo]] Hsch.ε 389.<br /><b class="num">2</b> métr. [[transformarse en dáctilo]] en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.<br /><b class="num">3</b> [[conducir]], <i>Gloss</i>.23D.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[señalar con el dedo]] Hsch.ε 389.<br /><b class="num">2</b> métr. [[transformarse en dáctilo]] en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.<br /><b class="num">3</b> [[conducir]], <i>Gloss</i>.23D.
}}
{{grml
|mltxt=[[δακτυλίζω]] (AM) [[δάκτυλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>δακτυλίζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[δάκτυλος]] («ἵνα δακτυλισθῆ ό [[τρίβραχυς]] [[πούς]]» — για να μετατραπεί ο [[τρίβραχυς]] σε [[δάκτυλο]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλίζω]]<br />[[δακτυλοδεικτώ]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλίζω Medium diacritics: δακτυλίζω Low diacritics: δακτυλίζω Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: daktylízō Transliteration B: daktylizō Transliteration C: daktylizo Beta Code: daktuli/zw

English (LSJ)

   A = δακτυλοδεικτέω (in bad sense), Hsch. s.vv. ἐδακτύλιζον, σκινδαρεύεσθαι.    II Pass. in metre, to be made a dactyl, Eust.874.8.

German (Pape)

[Seite 520] Hesych., = δακτυλοδεικτέω; bei Eustath. = einen Daktylus machen.

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλίζω: μέλλ. –ίσω, = δακτυλοδεικτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-.

Spanish (DGE)

1 señalar con el dedo Hsch.ε 389.
2 métr. transformarse en dáctilo en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.
3 conducir, Gloss.23D.

Greek Monolingual

δακτυλίζω (AM) δάκτυλος
μσν.
παθ. δακτυλίζομαι
γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» — για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο)
αρχ.
δακτυλίζω
δακτυλοδεικτώ.