διαπρεπής: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
(SL_1) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>διᾰπρεπής</b> <br /> <b>1</b> [[illustrious]] τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει [[στόμα]] πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44) | |sltr=<b>διᾰπρεπής</b> <br /> <b>1</b> [[illustrious]] τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει [[στόμα]] πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[διαπρεπής]], -ές)<br />διακεκριμένος, [[ξεχωριστός]], [[έξοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαπρεπές</i><br />η [[μεγαλοπρέπεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ δ. magnificence, Th.6.16. Adv. -πῶς magnificently, σκηνὴ δ. κεκοσμημένη Plu.Alc.12; δ. ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. -πέστατα D.50.7.
German (Pape)
[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique : τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.
English (Slater)
διᾰπρεπής
1 illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
Greek Monolingual
-ές (AM διαπρεπής, -ές)
διακεκριμένος, ξεχωριστός, έξοχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διαπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.