διορθεύω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[dirigir correctamente]] fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.<i>Supp</i>.417.
|dgtxt=[[dirigir correctamente]] fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.<i>Supp</i>.417.
}}
{{grml
|mltxt=[[διορθεύω]] (Α) [[ορθεύω]]<br />[[κρίνω]] [[ορθά]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθεύω Medium diacritics: διορθεύω Low diacritics: διορθεύω Capitals: ΔΙΟΡΘΕΥΩ
Transliteration A: diortheúō Transliteration B: diortheuō Transliteration C: diortheyo Beta Code: diorqeu/w

English (LSJ)

= sq., only in E.Supp.417 μὴ διορθεύων λόγους not

   A judging rightly of words.

Greek (Liddell-Scott)

διορθεύω: τῷ ἑπομ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 417, μὴ διορθεύων λόγους, μὴ κρίνων ὀρθῶς περὶ λόγων· ἴδε Matthia ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

c. διορθόω.

Spanish (DGE)

dirigir correctamente fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.Supp.417.

Greek Monolingual

διορθεύω (Α) ορθεύω
κρίνω ορθά.