δυσφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>sent. fís. [[estancado]], [[que no puede fluir]] de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.<br /><b class="num">2</b> [[insoportable]], [[insufrible]], [[maldito]] ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne</i> E.<i>Cyc</i>.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.153, [[ἁμαρτία]] Cyr.Al.<i>Ep</i>. en <i>ACO</i> 1.1.4.15, [[δυσφημία]] Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[aguantando mal]], [[con dificultad]] Cyr.Al.M.70.48D.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>sent. fís. [[estancado]], [[que no puede fluir]] de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.<br /><b class="num">2</b> [[insoportable]], [[insufrible]], [[maldito]] ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne</i> E.<i>Cyc</i>.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.153, [[ἁμαρτία]] Cyr.Al.<i>Ep</i>. en <i>ACO</i> 1.1.4.15, [[δυσφημία]] Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[aguantando mal]], [[con dificultad]] Cyr.Al.M.70.48D.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρητος Medium diacritics: δυσφόρητος Low diacritics: δυσφόρητος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysphórētos Transliteration B: dysphorētos Transliteration C: dysforitos Beta Code: dusfo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to be borne, Hsch.; f. l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sent. fís. estancado, que no puede fluir de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.
2 insoportable, insufrible, maldito ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.Luc.1.153, ἁμαρτία Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15, δυσφημία Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.

Greek Monolingual

δυσφόρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς.