ἐκπέτομαι: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b>v. tb. [[ἐκπέταμαι]]; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.<i>Au</i>.788<br />[[echar a volar]], [[volar]] de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.<i>V</i>.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.<i>Au</i>.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.<i>HA</i> 600<sup>a</sup>17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.<i>Sign</i>.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come</i> Arist.<i>HA</i> 626<sup>a</sup>32<br /><b class="num">•</b>fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.<i>Rh.Pr</i>.6. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b>v. tb. [[ἐκπέταμαι]]; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.<i>Au</i>.788<br />[[echar a volar]], [[volar]] de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.<i>V</i>.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.<i>Au</i>.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.<i>HA</i> 600<sup>a</sup>17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.<i>Sign</i>.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come</i> Arist.<i>HA</i> 626<sup>a</sup>32<br /><b class="num">•</b>fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.<i>Rh.Pr</i>.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκπέτομαι]] και [[ἐκπέταμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πετώ]] και [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> απομακρύνομαι, [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπέτομαι]] [[περί]] τι ή τινά» — [[πετώ]] [[γύρω]] [[γύρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
(ἐκπετ-πέταμαι Arist.HA554b1), fut.
A -πτήσομαι Ar.V.208 : aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.Av.788 ; also ἐξεπτάμην E.El.944, Pl.Ti.81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios) : also in act. form ἐξέπτην Hes.Op.98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12 : for aor. ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι :—fly out or away, ll. cc. : metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.
German (Pape)
[Seite 772] = ἐκπέταμαι, part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέτομαι: ἢ -πέταμαι (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε πέτομαι· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ φεύγω.
French (Bailly abrégé)
s’envoler.
Étymologie: ἐκ, πέτομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología:v. tb. ἐκπέταμαι; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.Au.788
echar a volar, volar de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.V.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.Au.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.HA 600a17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come Arist.HA 626a32
•fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.
Greek Monolingual
ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α)
1. πετώ και φεύγω
2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι
3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» — πετώ γύρω γύρω.