ἔνεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(big3_14)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[asentado]], [[establecido]], [[residente]] λέγ' αὐλὰς ποίας ἔ. ναίει S.<i>Ph</i>.153.<br /><b class="num">2</b> admin. [[que desempeña el cargo en ese momento]], [[en ejercicio]] de funcionarios τὰ ... ψηφίσματα ἐντάσσεσθαι τοῖς ἀρχείοις ὑπὸ τῶν ἐνέδρων ἀρχόντων <i>SEG</i> 38.1462.86 (Enoanda II d.C.), cf. 33.1177.44 (Mira I d.C.), <i>FXanthos</i> 7.86B.21 (II d.C.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[asentado]], [[establecido]], [[residente]] λέγ' αὐλὰς ποίας ἔ. ναίει S.<i>Ph</i>.153.<br /><b class="num">2</b> admin. [[que desempeña el cargo en ese momento]], [[en ejercicio]] de funcionarios τὰ ... ψηφίσματα ἐντάσσεσθαι τοῖς ἀρχείοις ὑπὸ τῶν ἐνέδρων ἀρχόντων <i>SEG</i> 38.1462.86 (Enoanda II d.C.), cf. 33.1177.44 (Mira I d.C.), <i>FXanthos</i> 7.86B.21 (II d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνεδρος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενεδρευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατοικεί σ' έναν [[τόπο]], [[ένοικος]] («αὐλάς [[ποίας]] [[ἔνεδρος]] ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», <b>Σοφ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔνεδρος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[έδρα]], στον πρωκτό.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνεδρος Medium diacritics: ἔνεδρος Low diacritics: ένεδρος Capitals: ΕΝΕΔΡΟΣ
Transliteration A: énedros Transliteration B: enedros Transliteration C: enedros Beta Code: e)/nedros

English (LSJ)

ὁ,

   A inmate, inhabitant, S.Ph.153 (lyr.).    II ἔνεδρος, α, ον, anal, σύριγγες Megesap.Orib.44.24.1,11.

German (Pape)

[Seite 836] einfäßig, Einwohner, Soph. Phil. 153.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔνοικος, αὐλὰς ποίας ἔνεδρος ναίει Σοφ. Φιλ. 153. ΙΙ. ἐνεδρευτής, Μαυρικ. Στρατηγ. 2. 4, σ. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réside ou séjourne dans, habitant.
Étymologie: ἐν, ἕδρα.

Spanish (DGE)

-ον
1 asentado, establecido, residente λέγ' αὐλὰς ποίας ἔ. ναίει S.Ph.153.
2 admin. que desempeña el cargo en ese momento, en ejercicio de funcionarios τὰ ... ψηφίσματα ἐντάσσεσθαι τοῖς ἀρχείοις ὑπὸ τῶν ἐνέδρων ἀρχόντων SEG 38.1462.86 (Enoanda II d.C.), cf. 33.1177.44 (Mira I d.C.), FXanthos 7.86B.21 (II d.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).———————— (II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.