ἔνστημα: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[obstáculo]], [[impedimento]] ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.<i>M</i>.7.253, 425<br /><b class="num">•</b>ref. lenguaje [[objeción]] a un argumento, Epicur.<i>Ep</i>.[3] 91. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[obstáculo]], [[impedimento]] ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.<i>M</i>.7.253, 425<br /><b class="num">•</b>ref. lenguaje [[objeción]] a un argumento, Epicur.<i>Ep</i>.[3] 91. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔνστημα]], το (Α) [[ενίστημι]]<br /><b>1.</b> [[ένσταση]], [[αντίρρηση]]<br /><b>2.</b> [[αντίδραση]], [[αντίσταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A objection, εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U. II check, obstacle, Chrysipp.Stoic.2.268, M.Ant.8.41, S.E.M.7.253,al.
German (Pape)
[Seite 853] τό, das Hinderniß, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνστημα: τό, = ἔνστασις Π. 2, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1056D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μάθ. 7. 253.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐνίστημι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
obstáculo, impedimento ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.Stoic.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.M.7.253, 425
•ref. lenguaje objeción a un argumento, Epicur.Ep.[3] 91.
Greek Monolingual
ἔνστημα, το (Α) ενίστημι
1. ένσταση, αντίρρηση
2. αντίδραση, αντίσταση.