ἐπεγχύτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(6_22)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεγχύτης''': ῠ, ου, ὁ [[οἰνοχόος]], οὕτω καλούμενος παρὰ τοῖς Ἑλλησποντίοις, [[Δημήτριος]] ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 425C.
|lstext='''ἐπεγχύτης''': ῠ, ου, ὁ [[οἰνοχόος]], οὕτω καλούμενος παρὰ τοῖς Ἑλλησποντίοις, [[Δημήτριος]] ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 425C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπεγχύτης]]&GT; ο (Α)<br />ο [[οινοχόος]] (στους Ελλησποντίους).
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεγχύτης Medium diacritics: ἐπεγχύτης Low diacritics: επεγχύτης Capitals: ΕΠΕΓΧΥΤΗΣ
Transliteration A: epenchýtēs Transliteration B: epenchytēs Transliteration C: epegchytis Beta Code: e)pegxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A cup-bearer, so called by the Hellespontines, Demetr Sceps. ap. Ath.10.425c.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, der Wiedereinschenkende, der Mundschenk, bei den Hellespontiern, nach Ath. X, 425 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγχύτης: ῠ, ου, ὁ οἰνοχόος, οὕτω καλούμενος παρὰ τοῖς Ἑλλησποντίοις, Δημήτριος ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 425C.

Greek Monolingual

ἐπεγχύτης> ο (Α)
ο οινοχόος (στους Ελλησποντίους).