εὐόρπηξ: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
(6_11) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐόρπηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίους κλάδους, Νόνν. Δ. 21. 296. | |lstext='''εὐόρπηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίους κλάδους, Νόνν. Δ. 21. 296. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐόρπηξ]], -ηκος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από [[ωραίο]] [[κλάδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρπηξ</i> «[[νέος]] [[βλαστός]], [[κλαδί]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ,
A with fine branches, Nonn.D.21.298.
German (Pape)
[Seite 1085] ηκος, mit schönen Zweigen, Nonn. D. 21, 294.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόρπηξ: ηκος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίους κλάδους, Νόνν. Δ. 21. 296.
Greek Monolingual
εὐόρπηξ, -ηκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από ωραίο κλάδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρπηξ «νέος βλαστός, κλαδί»].