ζωόνυχον: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(CSV import)
 
(16)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=zwo/nuxon
|Beta Code=zwo/nuxon
|Definition=τό, a name of the plant <b class="b3">λεοντοπόδιον</b>, Ps.-Dsc.4.133.
|Definition=τό, a name of the plant <b class="b3">λεοντοπόδιον</b>, Ps.-Dsc.4.133.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζῳόνυχον]], το (Α)<br />το ποώδες [[φυτό]] [[λεοντοπόδιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. <i>ζωόνυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- [II] <span style="color: red;">+</span> <i>όνυξ</i>, γεν. <i>όνυχος</i>). Το [[φυτό]] οφείλει την [[ονομασία]] του [[προφανώς]] στο [[σχήμα]] του (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[άλλη]] του [[ονομασία]] [[λεοντοπόδιον]])].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωόνῠχον Medium diacritics: ζωόνυχον Low diacritics: ζωόνυχον Capitals: ΖΩΟΝΥΧΟΝ
Transliteration A: zōónychon Transliteration B: zōonychon Transliteration C: zoonychon Beta Code: zwo/nuxon

English (LSJ)

τό, a name of the plant λεοντοπόδιον, Ps.-Dsc.4.133.

Greek Monolingual

ζῳόνυχον, το (Α)
το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ζωόνυχος (< ζω(ο)- [II] + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία λεοντοπόδιον)].