ζώπισσα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώπισσα''': ἡ, ἡ [[πίσσα]] καὶ ὁ κηρὸς ἐκ παλαιῶν πλοίων ξυόμενα, Διοσκ. 1. 98.
|lstext='''ζώπισσα''': ἡ, ἡ [[πίσσα]] καὶ ὁ κηρὸς ἐκ παλαιῶν πλοίων ξυόμενα, Διοσκ. 1. 98.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ζώπισσα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μίγμα]] πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με [[λίπος]] και [[αιθάλη]] και χρησιμοποιείται για [[επάλειψη]] τών ύφαλων [[μερών]] τών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η παλαιά [[πίσσα]] και το [[κερί]] που ξύνονται από [[παλιά]] πλοία<br /><b>2.</b> το [[ρετσίνι]] του πεύκου.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώπισσα Medium diacritics: ζώπισσα Low diacritics: ζώπισσα Capitals: ΖΩΠΙΣΣΑ
Transliteration A: zṓpissa Transliteration B: zōpissa Transliteration C: zopissa Beta Code: zw/pissa

English (LSJ)

ἡ,

   A pitch and wax from old ships, or pine-resin, Dsc.1.72.

German (Pape)

[Seite 1144] ἡ, altes Pech mit Wachs vermischt, von alten Schiffen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ζώπισσα: ἡ, ἡ πίσσα καὶ ὁ κηρὸς ἐκ παλαιῶν πλοίων ξυόμενα, Διοσκ. 1. 98.

Greek Monolingual

η (Α ζώπισσα)
νεοελλ.
μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίων
αρχ.
1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία
2. το ρετσίνι του πεύκου.