ἡλιώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλιώδης''': -ες, = [[ἡλιοειδής]], Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C. | |lstext='''ἡλιώδης''': -ες, = [[ἡλιοειδής]], Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡλιώδης]], -ες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο [[ηλιοειδής]] («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡλιωδῶς</i> (Μ)<br />[[κατά]] την [[ομοιότητα]] του ήλιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακανθ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = ἡλιοειδής, εἴδωλον Chaerem.14.14; μῆλα Philostr. Im.1.6; κόμη Anon. ap. Eust.432.26.
German (Pape)
[Seite 1163] ες, = ἡλιοειδής, κόμη, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιώδης: -ες, = ἡλιοειδής, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C.
Greek Monolingual
ἡλιώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ἡλιωδῶς (Μ)
κατά την ομοιότητα του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ακανθ-ώδης, κυματ-ώδης)].