θεάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_6) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεάζω''': εἶμαι [[θεῖος]], θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.˙ - [[προφητεύω]], Βυζ. | |lstext='''θεάζω''': εἶμαι [[θεῖος]], θείας φύσεως, Δημόκρ. παρὰ Διον. Β. Ὁμ.˙ - [[προφητεύω]], Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεάζω]] (Α) [[θεός]]<br />[[είμαι]] [[θείος]], έχω [[θεία]] [[φύση]], [[είμαι]] από το [[γένος]] τών θεών. | |||
}} | }} |