θεόφοβος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόφοβος''': -ον, φοβούμενος τὸν θεόν, [[θεοσεβής]], Κύριλλ. - Ἐπίρρ. -βως, Ἐκκλ.
|lstext='''θεόφοβος''': -ον, φοβούμενος τὸν θεόν, [[θεοσεβής]], Κύριλλ. - Ἐπίρρ. -βως, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[θεόφοβος]], -ον)<br />αυτός που φοβάται τον θεό, ο [[θεοσεβής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεοφόβως</i> (AM)<br />με [[ευσέβεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φοβος</i>, <i>επί</i>-<i>φοβος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόφοβος Medium diacritics: θεόφοβος Low diacritics: θεόφοβος Capitals: ΘΕΟΦΟΒΟΣ
Transliteration A: theóphobos Transliteration B: theophobos Transliteration C: theofovos Beta Code: qeo/fobos

English (LSJ)

ον,

   A fearing God, Porph.Abst.1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1198] = θεοσεβής, Hesych. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεόφοβος: -ον, φοβούμενος τὸν θεόν, θεοσεβής, Κύριλλ. - Ἐπίρρ. -βως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θεόφοβος, -ον)
αυτός που φοβάται τον θεό, ο θεοσεβής.
επίρρ...
θεοφόβως (AM)
με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ά-φοβος, επί-φοβος].