ἰαμβύλος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰαμβύλος''': ὁ, [[λοιδορητικός]], Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.
|lstext='''ἰαμβύλος''': ὁ, [[λοιδορητικός]], Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβύλος]] και [[ἰάμβηλος]], ὁ (Α)<br />[[λοιδορητικός]], [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>υλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρογγ</i>-<i>ύλος</i>, <i>στωμ</i>-<i>ύλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβύλος Medium diacritics: ἰαμβύλος Low diacritics: ιαμβύλος Capitals: ΙΑΜΒΥΛΟΣ
Transliteration A: iambýlos Transliteration B: iambylos Transliteration C: iamvylos Beta Code: i)ambu/los

English (LSJ)

[ῐ, ῠ], ὁ,

   A libeller, Hdn.Gr.1.164, Hsch. (-βηλος cod.).

German (Pape)

[Seite 1233] ὁ, s. ἰάμβηλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβύλος: ὁ, λοιδορητικός, Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α)
λοιδορητικός, σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. -υλος (πρβλ. στρογγ-ύλος, στωμ-ύλος)].