θυρωρός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(T22)
(17)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=θυρωρου, ὁ, ἡ (from [[θύρα]], and [[ὥρα]] [[care]]; cf. ἀκρυωρος, [[πυλωρός]], [[τιμωρός]]; cf. [[Curtius]], § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, [[porter]]; [[male]] or [[female]] [[janitor]]: [[masculine]], [[Sappho]]), [[Aeschylus]], [[Herodotus]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Aristotle]], Josephus, others; the Sept..)  
|txtha=θυρωρου, ὁ, ἡ (from [[θύρα]], and [[ὥρα]] [[care]]; cf. ἀκρυωρος, [[πυλωρός]], [[τιμωρός]]; cf. [[Curtius]], § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, [[porter]]; [[male]] or [[female]] [[janitor]]: [[masculine]], [[Sappho]]), [[Aeschylus]], [[Herodotus]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Aristotle]], Josephus, others; the Sept..)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θυραωρός]] και [[θυρουρός]])<br />ο [[φύλακας]] της θύρας, της εισόδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυρ</i>(<i>α</i>)-<i>ωρός</i> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i>, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. <i>ορώ</i> ως β' συνθετικό (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i>, με σίγηση του -<i>F</i>- και με <i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θε</i>-<i>ωρός</i>, <i>πυλ</i>-<i>ωρός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρωρός Medium diacritics: θυρωρός Low diacritics: θυρωρός Capitals: ΘΥΡΩΡΟΣ
Transliteration A: thyrōrós Transliteration B: thyrōros Transliteration C: thyroros Beta Code: qurwro/s

English (LSJ)

Cypr. θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., Ep. θυραωρός (q.v.), ὁ, ἡ:—

   A door-keeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch.565, Pl.Phlb.62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-hoρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, Thürhüter; Aesch. Ch. 558; Her. 1, 120; Plat. Phil. 62 c; Sp., wie Ant. Th. 2 (V, 30). – Auch ἡ, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρωρός: ὁ, ἡ, (ὤρα ἢ οὖρος) φύλαξ τῆς θύρας, Λατ. janitor, Σαπφὼ 99, Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Χο. 565, Πλάτ., κλ.· πρβλ. πυλωρός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ ou ἡ)
portier, portière.
Étymologie: θύρα, ὤρα.

English (Strong)

from θύρα and ouros (a watcher); a gate- warden: that kept the door, porter.

English (Thayer)

θυρωρου, ὁ, ἡ (from θύρα, and ὥρα care; cf. ἀκρυωρος, πυλωρός, τιμωρός; cf. Curtius, § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, porter; male or female janitor: masculine, Sappho), Aeschylus, Herodotus, Xenophon, Plato, Aristotle, Josephus, others; the Sept..)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός)
ο φύλακας της θύρας, της εισόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α)-ωρός < θύρα + -ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β' συνθετικό (< -Fορός, με σίγηση του -F- και με ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε-ωρός, πυλ-ωρός].