ἰόζωνος: Difference between revisions
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(6_15) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰόζωνος''': ον ([[ζώνη]]) «[[πορφυρόζωνος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''ἰόζωνος''': ον ([[ζώνη]]) «[[πορφυρόζωνος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰόζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ζώνη]] με [[χρώμα]] ίου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πορφυρόζωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>ζωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ζώνη)
A with purple girdle, Hsch., dub. in Call. in Stud.Ital.7(1929).9.
German (Pape)
[Seite 1256] mit veilchen-, d. i. dunkelfarbigem Gürtel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόζωνος: ον (ζώνη) «πορφυρόζωνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰόζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου
2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, πορφυρό-ζωνος].