ἱππόκαμπος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marin <i>ou</i> hippocampe, <i>petit poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κάμπη. | |btext=ου (ὁ) :<br />cheval marin <i>ou</i> hippocampe, <i>petit poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κάμπη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἱππόκαμπος]], ὁ και μτγν<br />τ.ἱπποκάμπη, ἡ)<br />μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]] που είχε [[σώμα]] και μπροστινά πόδια αλόγου και [[ουρά]] ψαριού ή φιδιού και [[πάνω]] στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> περιελιγμένη [[δομή]] του εγκεφάλου τών θηλαστικών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάμπη]] (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]]). Ως όρος της ανατομίας η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>hippocampe</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιππόκαμπος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A monster with horse's body and fish's tail, on which the sea-gods rode, Men.831; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί Str.8.7.2, cf. Philostr.Im.1.8. 2 a small fish, the sea-horse, Dsc.2.3, Ael.NA14.20, Gal.12.362.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόκαμπος: ὁ, τέρας τι ἔχον σῶμα ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον ζῷον, ὁ θαλάσσιος ἵππος, Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cheval marin ou hippocampe, petit poisson de mer.
Étymologie: ἵππος, κάμπη.
Greek Monolingual
ο (Α ἱππόκαμπος, ὁ και μτγν
τ.ἱπποκάμπη, ἡ)
μυθικό θαλάσσιο τέρας που είχε σώμα και μπροστινά πόδια αλόγου και ουρά ψαριού ή φιδιού και πάνω στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί
νεοελλ.
1. ζωολ.
γένος ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. αλογάκι της θάλασσας
2. ανατ. περιελιγμένη δομή του εγκεφάλου τών θηλαστικών
αρχ.
είδος μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. αλογάκι της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κάμπη (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο τέρας). Ως όρος της ανατομίας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hippocampe (πρβλ. ιππόκαμπος)].