ἰσίκιον: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(6_12) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσίκιον''': ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, [[ἔδεσμα]] ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212. | |lstext='''ἰσίκιον''': ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, [[ἔδεσμα]] ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσίκιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο [[κρέας]], από κιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. από το λατ. <i>insicium</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑσῐ], τό, or ἴσῐκος, ὁ,
A a dish of mince-meat (formed from Lat. insicium acc. to Macr.Sat.7.8.1), Ath.9.376b, POxy.1730 (iv A.D.):—also ἴσικος, ὁ, Alex.Aphr.Pr.1.22, Alex.Trall.Febr.1: pl., Olymp.in Grg.p.360J.
German (Pape)
[Seite 1263] τό, ein Gericht aus gehacktem Fleische, insicium, Ath. IX, 376 d; Lucill. ep. (XI, 212).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσίκιον: ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, ἔδεσμα ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212.
Greek Monolingual
ἰσίκιον, τὸ (Α)
είδος τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο κρέας, από κιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το λατ. insicium].