κακόμουσος: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_16) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακόμουσος''': -ον, [[ἄμουσος]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 786· πρβλ. [[παράμουσος]]. | |lstext='''κακόμουσος''': -ον, [[ἄμουσος]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 786· πρβλ. [[παράμουσος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακόμουσος]], -ον)<br />[[ελλιπής]] στη [[μουσική]], [[άμουσος]], [[ακαλαίσθητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομούσως</i><br />με κακόμουσο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μουσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποικιλό</i>-<i>μουσος</i>, <i>φιλό</i>-<i>μουσος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unmusical, Χορεία Sch.E.Ph.786 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1301] = ἄμουσος, Schol. Eur. Phoen. 797.
Greek (Liddell-Scott)
κακόμουσος: -ον, ἄμουσος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 786· πρβλ. παράμουσος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακόμουσος, -ον)
ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος.
επίρρ...
κακομούσως
με κακόμουσο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό-μουσος, φιλό-μουσος].