καλλιφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />belle voix, son agréable.<br />'''Étymologie:''' [[καλλίφωνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />belle voix, son agréable.<br />'''Étymologie:''' [[καλλίφωνος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[καλλιφωνία]]) [[καλλίφωνος]]<br /><b>1.</b> η [[γλυκύτητα]] του ήχου ή της προφοράς, η ωραία [[φωνή]]<br /><b>2.</b> η [[ευφωνία]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφωνία Medium diacritics: καλλιφωνία Low diacritics: καλλιφωνία Capitals: ΚΑΛΛΙΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kalliphōnía Transliteration B: kalliphōnia Transliteration C: kallifonia Beta Code: kallifwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A beauty of sound or pronunciation, D.H.Rh.1.5, 4.1, Luc.Pisc.22.    2 Gramm., euphony, D.T. (Suppl.) 675.14.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιφωνία: ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ κακοφωνία καὶ δυσφωνία, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) λαμπρότης φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle voix, son agréable.
Étymologie: καλλίφωνος.

Greek Monolingual

η (AM καλλιφωνία) καλλίφωνος
1. η γλυκύτητα του ήχου ή της προφοράς, η ωραία φωνή
2. η ευφωνία.