κάρκαρον: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6_21) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρκαρον''': τό, [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], carcer, «[[κάρκαρον]]: τὸ [[δεσμωτήριον]]˙ [[οὕτως]] Σώφρων» Φώτ.˙ -[[ὡσαύτως]] κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... [[μάνδρα]]». | |lstext='''κάρκαρον''': τό, [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], carcer, «[[κάρκαρον]]: τὸ [[δεσμωτήριον]]˙ [[οὕτως]] Σώφρων» Φώτ.˙ -[[ὡσαύτως]] κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... [[μάνδρα]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάρκαρον]], τὸ (Α)<br />[[φυλακή]], [[ειρκτή]], [[δεσμωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> το άγνωστης ετυμολ. λατ. <i>carcer</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A prison, Sophr.147:—also κάρκᾰρος, ὁ, D.S.31.9: indeterm. in Vett.Val.68.26: pl. κάρκαροι, = δεσμοί, and κάρκαρα, = μάνδραι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, das Gefängniß, carcer; D. Sic. ecl. p. 516, 38; Sophron. bei Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
κάρκαρον: τό, εἱρκτή, φυλακή, carcer, «κάρκαρον: τὸ δεσμωτήριον˙ οὕτως Σώφρων» Φώτ.˙ -ὡσαύτως κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... μάνδρα».
Greek Monolingual
κάρκαρον, τὸ (Α)
φυλακή, ειρκτή, δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το άγνωστης ετυμολ. λατ. carcer].