κάρος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρος''': ᾰ, ὁ, βαρὺς [[ὕπνος]], [[νάρκη]], οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, [[κάρος]] καὶ [[κραιπάλη]] Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· [[ὡσαύτως]] ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, [[κάρος]] δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ [[πέριξ]] ἐδόκησε φέρεσθαι [[νειόθεν]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - [[Κατὰ]] Γαλην. (τ. 9. σ. 196), [[κυρίως]] λέγεται [[κάρος]] ἡ παντὸς τοῦ σώματος [[αἰφνίδιος]] [[ἀναισθησία]] τε καὶ [[ἀκινησία]].
|lstext='''κάρος''': ᾰ, ὁ, βαρὺς [[ὕπνος]], [[νάρκη]], οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, [[κάρος]] καὶ [[κραιπάλη]] Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· [[ὡσαύτως]] ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, [[κάρος]] δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ [[πέριξ]] ἐδόκησε φέρεσθαι [[νειόθεν]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - [[Κατὰ]] Γαλην. (τ. 9. σ. 196), [[κυρίως]] λέγεται [[κάρος]] ἡ παντὸς τοῦ σώματος [[αἰφνίδιος]] [[ἀναισθησία]] τε καὶ [[ἀκινησία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρος]], ὁ (Α)<br />[[καρώ]]<br /><b>1.</b> [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]]<br /><b>2.</b> [[ίλιγγος]], [[σκοτοδίνη]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρος Medium diacritics: κάρος Low diacritics: κάρος Capitals: ΚΑΡΟΣ
Transliteration A: káros Transliteration B: karos Transliteration C: karos Beta Code: ka/ros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A heavy sleep, torpor, κ. καὶ κραιπάλη Arist.Pr.873b14, cf. A.R.2.203, Phld.D.1.18, Str.16.4.19, Max.Tyr.16.1, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις Iamb.Myst.3.2: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι Stoic.3.57; drowsiness, Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 1328] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; κάρος ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; ὑπνώδης, neben καταφορά, Plut. Anton. 72; der Schwindel, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψε πορφύρεος Ap. Rh. 2, 203, Schol. σκότωσις; vgl. Arist. probl. 3, 18; κάρον ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κάρος: ᾰ, ὁ, βαρὺς ὕπνος, νάρκη, οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, κάρος καὶ κραιπάλη Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· ὡσαύτως ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ πέριξ ἐδόκησε φέρεσθαι νειόθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - Κατὰ Γαλην. (τ. 9. σ. 196), κυρίως λέγεται κάρος ἡ παντὸς τοῦ σώματος αἰφνίδιος ἀναισθησία τε καὶ ἀκινησία.

Greek Monolingual

κάρος, ὁ (Α)
καρώ
1. βαθύς ύπνος, νάρκη
2. ίλιγγος, σκοτοδίνη.