κασιόπνους: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_19)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰσιόπνους''': ουν, ἔχων ὀσμήν, εὐωδίαν κασίας, [[εὐωδιάζω]] ὡς [[κασία]], Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14.
|lstext='''κᾰσιόπνους''': ουν, ἔχων ὀσμήν, εὐωδίαν κασίας, [[εὐωδιάζω]] ὡς [[κασία]], Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[κασιόπνους]], -ουν (Α)<br />αυτός που αποπνέει [[οσμή]] κασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κασία]] <span style="color: red;">+</span> <i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πνοῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-<i>πνους</i>, <i>ιμερό</i>-<i>πνους</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιόπνους Medium diacritics: κασιόπνους Low diacritics: κασιόπνους Capitals: ΚΑΣΙΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: kasiópnous Transliteration B: kasiopnous Transliteration C: kasiopnous Beta Code: kasio/pnous

English (LSJ)

ουν,

   A breathing of cassia, Antiph.52.14.

German (Pape)

[Seite 1333] ουν, nach Kassia duftend, αὔρα Antiphan. bei Ath. X, 449 d.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιόπνους: ουν, ἔχων ὀσμήν, εὐωδίαν κασίας, εὐωδιάζω ὡς κασία, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14.

Greek Monolingual

κασιόπνους, -ουν (Α)
αυτός που αποπνέει οσμή κασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].