κατεπικύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(6_2)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπικύπτω''': [[κύπτω]] ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1).
|lstext='''κατεπικύπτω''': [[κύπτω]] ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1).
}}
{{grml
|mltxt=[[κατεπικύπτω]] (Α)<br />[[σκύβω]] [[πάνω]] σε κάποιον («καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἄβρας τῆς προπορευομένης», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπι</i>-[[κύπτω]] «[[σκύβω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπικύπτω Medium diacritics: κατεπικύπτω Low diacritics: κατεπικύπτω Capitals: ΚΑΤΕΠΙΚΥΠΤΩ
Transliteration A: katepikýptō Transliteration B: katepikyptō Transliteration C: katepikypto Beta Code: katepiku/ptw

English (LSJ)

   A bow down upon, LXX Es.15.10 (v.l. ἐπέκυψεν).

Greek (Liddell-Scott)

κατεπικύπτω: κύπτω ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1).

Greek Monolingual

κατεπικύπτω (Α)
σκύβω πάνω σε κάποιον («καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἄβρας τῆς προπορευομένης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπι-κύπτω «σκύβω πάνω σε κάτι»].