3,273,724
edits
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεράμβηλον''': τό, [[φόβητρον]] τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς [[ὅπως]] ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. [[κεράμβυξ]]. | |lstext='''κεράμβηλον''': τό, [[φόβητρον]] τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς [[ὅπως]] ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. [[κεράμβυξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεράμβηλον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[φόβητρο]] τών πουλιών σε κήπους, [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον [[βόμβο]] του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας<br />[[ἔνιοι]] τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>αμβ</i>-<i>ηλο</i>-<i>ν</i>. Βλ. <i>καιράμβυξ</i>]. | |||
}} | }} |