κηρός: Difference between revisions
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(eksahir) |
(20) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[cera]] | |esgtx=[[cera]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κηρός]])<br />το [[κερί]] τών [[μελισσών]], λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη [[ουσία]] που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό [[περιβάλλον]], γνωστή [[κυρίως]] ως [[προϊόν]] τών [[μελισσών]], από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν καταμαλάσσων», Βί. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[κηρώδης]] [[ουσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ισπανικός]] [[κηρός]]» — σφραγιστικό [[κερί]], βουλοκέρι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι κηροί</i><br />λαμπάδες από [[κερί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κηρήθρα]] («<i>ἔρρεέ</i> μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ [[μέλι]] κηρῷ», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πινακίδα]] αλειμμένη με [[κερί]] («λόγους εἰς [[γραμμάτιον]] και κηρὸν ἐρχομένους», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> βουλοκέρι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρός]] [[Τυρρηνικός]]» — [[κηρός]] [[μελισσών]] που έχει λευκανθεί<br />τον χρησιμοποιούσαν για [[παρασκευή]] αλοιφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Η [[σύνδεση]] με ορισμένους τ. τών βαλτικών γλωσσών που δηλώνουν το [[μέλι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>korŷs</i>, λεττον. <i>kare</i>[[s]]) προσκρούει σε [[σοβαρά]] φωνητικά προβλήματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηρίον]], [[κήρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήρα]], [[κηρίζω]], [[κήρινθος]], [[κηρίς]], [[κηρίτις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κηρίνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηρήθρα]], [[κηρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κηρογραφία]], [[κηρόδετος]], [[κηροδόχος]], [[κηροειδής]], [[κηρόμελι]], [[κηροπλαστείο]], [[κηροπλάστης]], [[κηρόπλαστος]], [[κηροποιός]], [[κηροπώλης]], [[κηροτέχνης]], [[κηροφόρος]], [[κηρόχρους]], [[κηρόχυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηράνθεμον]], [[κηραχάτης]], [[κηρέλαιον]], [[κηρεμβροχή]], [[κηρογονία]], [[κηρογραφώ]], [[κηροδέτης]], [[κηροδομώ]], [[κηρόκλυστος]], [[κηροπαγής]], [[κηρόπισσος]], [[κηροπλαστώ]], [[κηροτακίς]], [[κηρότροφος]], [[κηρουργία]], [[κηροφορώ]], [[κηροχίτων]], [[κηροχυτώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κηραψία]], [[κηροκίσηρον]], [[κηρομάρμαρος]], [[κηρομάστιχον]], [[κηροπράτης]], [[κηροστούπιν]]<br />(μσν-νεοελλ.) [[κηροδοσία]], [[κηρομαστίχα]], <i>κηροπωλείον</i>, [[κηροστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κηραλειπτός</i>, [[κηραλοιφή]], [[κηροκοπίδα]], <i>κηρολιπωσία</i>, [[κηρομαντεία]], [[κηρόξυλο]], <i>κηροπηγία</i>, [[κηροπήγιο]](<i>ν</i>), [[κηρόπιτα]], [[κηροποιείο]], [[κηροποιία]], <i>κηροσδέστης</i>, [[κηροτήκτης]], [[κηροτυπία]], [[κηρόχαρτο]], [[κηροχάραξη]], [[κηροχυσία]], [[κηροχύτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A bees-wax, Od.12.48, Theoc.1.27, etc.; honeycomb, Id.20.27; εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d; used as a cosmetic, Philostr. Ep.22; in encaustic painting, IG42 (1).102.272 (Epid., iv B.C.), 14.1320; for writing tablets, POxy.736.16 (i A.D.), etc.: hence λόγους εἰς γραμμάτιον καὶ κηρὸν ἐρχομένους Lib.Ep.886.1. 2 sealing-wax, Luc.Alex.21. 3 κ. Τυρρηνικός white wax used in medicine, Gal.13.411, Dsc.1.70. II pl.κηροί wax tapers, Hld.9.11. (Panhellenic η, IG42.l.c., Theoc.Il.cc., cf. κήρινος, κηρόδετος, κηροχυτέω; Lat. cera.)
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachs; Od. 12, 48. 173; εὐπλαστότερον κηροῦ Plat. Rep. IX, 588 d; Folgende. Im plur. Wachskerzen, Heliod. 9, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κηρός: ὁ, τὸ κηρίον τῶν μελισσῶν, Ὀδ. Μ. 48, 173, 175, κτλ.· εὐπλαστότερος κηροῦ Πλάτ. Πολ. 588D· ἐν χρήσει ὡς κοσμητικόν, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 22, πρβλ. Ὀβιδ. Ars Am. 3. 199· εἰς ἐγκαυστικὴν ζωγραφίαν, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 673. 2., 722. 3, πρβλ. κηρογραφία. ΙΙ. πληθ. κηροί, λαμπάδες ἐκ κηροῦ, Λατ. cerei, Ἡλιόδ. 9. 11. (Ἐντεῦθεν κηρίον· πρβλ. Λατ. cera, Λιθ. kóris (favus).)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cire.
Étymologie: cf. lat. cera.
English (Autenrieth)
wax. (Od.)
English (Slater)
κηρός
1 wax ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 10.
Spanish
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηρός)
το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν καταμαλάσσων», Βί. Αλεξ.)
2. κάθε κηρώδης ουσία
νεοελλ.
φρ. «ισπανικός κηρός» — σφραγιστικό κερί, βουλοκέρι
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. οι κηροί
λαμπάδες από κερί
αρχ.
1. η κηρήθρα («ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῷ», Θεόκρ.)
2. συνεκδ. πινακίδα αλειμμένη με κερί («λόγους εἰς γραμμάτιον και κηρὸν ἐρχομένους», Λιβάν.)
3. βουλοκέρι
4. φρ. «κηρός Τυρρηνικός» — κηρός μελισσών που έχει λευκανθεί
τον χρησιμοποιούσαν για παρασκευή αλοιφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Η σύνδεση με ορισμένους τ. τών βαλτικών γλωσσών που δηλώνουν το μέλι (πρβλ. λιθουαν. korŷs, λεττον. kares) προσκρούει σε σοβαρά φωνητικά προβλήματα.
ΠΑΡ. κηρίον, κήρινος
αρχ.
κήρα, κηρίζω, κήρινθος, κηρίς, κηρίτις
αρχ.-μσν.
κηρίνη
νεοελλ.
κηρήθρα, κηρικός.
ΣΥΝΘ. κηρογραφία, κηρόδετος, κηροδόχος, κηροειδής, κηρόμελι, κηροπλαστείο, κηροπλάστης, κηρόπλαστος, κηροποιός, κηροπώλης, κηροτέχνης, κηροφόρος, κηρόχρους, κηρόχυτος
αρχ.
κηράνθεμον, κηραχάτης, κηρέλαιον, κηρεμβροχή, κηρογονία, κηρογραφώ, κηροδέτης, κηροδομώ, κηρόκλυστος, κηροπαγής, κηρόπισσος, κηροπλαστώ, κηροτακίς, κηρότροφος, κηρουργία, κηροφορώ, κηροχίτων, κηροχυτώ
μσν.
κηραψία, κηροκίσηρον, κηρομάρμαρος, κηρομάστιχον, κηροπράτης, κηροστούπιν
(μσν-νεοελλ.) κηροδοσία, κηρομαστίχα, κηροπωλείον, κηροστάτης
νεοελλ.
κηραλειπτός, κηραλοιφή, κηροκοπίδα, κηρολιπωσία, κηρομαντεία, κηρόξυλο, κηροπηγία, κηροπήγιο(ν), κηρόπιτα, κηροποιείο, κηροποιία, κηροσδέστης, κηροτήκτης, κηροτυπία, κηρόχαρτο, κηροχάραξη, κηροχυσία, κηροχύτης].