κιθαριστικός: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική ([[τέχνη]]) l’art de jouer de la cithare.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρίζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική ([[τέχνη]]) l’art de jouer de la cithare.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαριστικός Medium diacritics: κιθαριστικός Low diacritics: κιθαριστικός Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kitharistikós Transliteration B: kitharistikos Transliteration C: kitharistikos Beta Code: kiqaristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in citharaplaying, Pl.Hp.Mi.375b (in Comp. -ώτερος), Ion540d, etc.: ἡ-κή (sc. τέχνη) art of cithara-playing, Id.Grg.501e, Arist.Po.1447a15. Adv. -κῶς Plu.2.404f.

German (Pape)

[Seite 1437] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, sc. τέχνη, die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνηδεξιότης τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική (τέχνη) l’art de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Greek Monolingual

κιθαριστικός, -ή, -όν (Α) κιθαρίζω
1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική
η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα
3. το αρσ. ως ουσ. κιθαριστικός
αυτός που ξέρει να παίζει κιθάρα («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ κιθαριστικός», Πλάτ.).
επίρρ...
κιθαριστικῶς (Α)
με κιθαριστικό τρόπο.