κίσσα: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />geai, pic, pie, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
|btext=ης (ἡ) :<br />geai, pic, pie, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο [[χρώμα]], [[μακριά]] [[ουρά]] και [[φωνή]] που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κικ</i>-<i>yă</i>. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη [[μίμηση]] του κρωξίματος τών πουλιών<br />ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>κικ</i>- «[[κίσσα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kiki</i>, <i>kikidivi</i> «[[είδος]] κίσσας», αγγλοσαξ. <i>higora</i> «[[κίσσα]]») και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κίλισσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κιλικ</i>-<i>yᾱ</i>).———————— <b>(II)</b><br />η (AM [[κίσσα]], Α αττ. τ. [[κίττα]])<br />η [[ιδιομορφία]] της όρεξης τών εγκύων που [[είτε]] επιθυμούν [[είτε]] αποστρέφονται ορισμένα φαγητά («ταῑς κυούσαις ἡ [[κίσσα]] γίγνεται», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] υποχωρητικό παράγωγο του ρ. [[κισσάω]] / -<i>ῶ</i> «[[επιθυμώ]] σφοδρά», το οποίο αναφέρεται στις επιθυμίες τών έγκυων [[γυναικών]] και χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη [[σημασία]] «[[συλλαμβάνω]] [[παιδί]]». Το ρ. [[κισσάω]] [[είναι]] μετονοματικό παρ. της λ. [[κίσσα]] (Ι), πτηνού γνωστού για τη [[λαιμαργία]] του («[[ὄρνεον]] ἀδηφάγον καὶ παμφάγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσσᾰ Medium diacritics: κίσσα Low diacritics: κίσσα Capitals: ΚΙΣΣΑ
Transliteration A: kíssa Transliteration B: kissa Transliteration C: kissa Beta Code: ki/ssa

English (LSJ)

Att. κίττᾰ, ἡ,

   A jay, Garrulus glandarius, Ar.Av.302, Antiph. 302, etc.; σοῦ δ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ' εἶδον... οὐ κίτταν Alex.92; prov., ἁ κίττα τὰν Σειρῆνα μιμουμένα Gal.8.632.    2 = ἰχθῦς ποιός, Hsch.    II 'longing' of pregnant women, craving for strange food, Dsc.1.115, Sor.1.48, S.E.M.5.62: pl., Gal.8.343.

German (Pape)

[Seite 1442] ἡ, att. κίττα, Häher, Holzschreier, nach Plin. pica glandaria; Ar. Av. 302. 1297; Plut. u. a. Sp. – Bei schwangeren Frauen = der Ekel an gewöhnlichen Speisen u. krankhaftes Gelüst nach besonderen, Sext. Emp. adv. math. 5, 62 u. Medic., vgl. Schol. Ar. Pax 496.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσᾰ: Ἀττ. κίττᾰ, ἡ, φλύαρόν τι καὶ ἀδηφάγον πτηνόν, ἴσως ἡ «καρακάξα», Pica glandaria, Πλίν.· κατ’ ἄλλους Pica Europaea, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, κτλ.· σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον..., οὐ κίτταν Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1. ΙΙ. ἡ ἐπιθυμία ἐγκύου γυναικὸς πρὸς ἀσυνήθη βρώματα, ψευδὴς ὄρεξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 62, Διοσκ. 1. 166· ― παρὰ Γαλην. κίττησις, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
geai, pic, pie, oiseau.
Étymologie: DELG onomatopée.

Greek Monolingual

(I)
η (AM κίσσα, Α αττ. τ. κίττα)
κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο χρώμα, μακριά ουρά και φωνή που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικ-. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη μίμηση του κρωξίματος τών πουλιών
ανάγεται σε ΙΕ ρίζα κικ- «κίσσα» (πρβλ. αρχ. ινδ. kiki, kikidivi «είδος κίσσας», αγγλοσαξ. higora «κίσσα») και εμφανίζει επίθημα - (πρβλ. κίλισσα < κιλικ-yᾱ).———————— (II)
η (AM κίσσα, Α αττ. τ. κίττα)
η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων που είτε επιθυμούν είτε αποστρέφονται ορισμένα φαγητά («ταῑς κυούσαις ἡ κίσσα γίγνεται», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι υποχωρητικό παράγωγο του ρ. κισσάω / - «επιθυμώ σφοδρά», το οποίο αναφέρεται στις επιθυμίες τών έγκυων γυναικών και χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη σημασία «συλλαμβάνω παιδί». Το ρ. κισσάω είναι μετονοματικό παρ. της λ. κίσσα (Ι), πτηνού γνωστού για τη λαιμαργία του («ὄρνεον ἀδηφάγον καὶ παμφάγον», Σχόλ. Αριστοφ.)].