κιονίσκος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑονίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], Ἀθήν. 514C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3. 6.
|lstext='''κῑονίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κίων]], Ἀθήν. 514C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3. 6.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κιονίσκος]]) [[κίων]]<br />[[μικρός]] [[κίονας]], [[μικρός]] [[στύλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κιονίσκοι</i><br />μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο [[κατάστρωμα]] πλοίων και χρησιμοποιούνται για την [[ανάδεση]] τών σχοινιών ρυμούλκησης.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑονίσκος Medium diacritics: κιονίσκος Low diacritics: κιονίσκος Capitals: ΚΙΟΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kionískos Transliteration B: kioniskos Transliteration C: kioniskos Beta Code: kioni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κίων, Haussoullier Milet p.173, Ath.12.514c (pl.), J.AJ8.3.6 (pl.), Hero Aut.1.3, al.

German (Pape)

[Seite 1441] ὁ, dim. von κίων, kleine Säule; Ath. XII, 514 c; Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κίων, Ἀθήν. 514C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3. 6.

Greek Monolingual

ο (Α κιονίσκος) κίων
μικρός κίονας, μικρός στύλος
νεοελλ.
ναυτ. στον πληθ. οι κιονίσκοι
μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πλοίων και χρησιμοποιούνται για την ανάδεση τών σχοινιών ρυμούλκησης.