κοπριήμετος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_16) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπριήμετος''': -ον, ἐμῶν κόπρον, περιττώματα, Ἱππ. 1008F. | |lstext='''κοπριήμετος''': -ον, ἐμῶν κόπρον, περιττώματα, Ἱππ. 1008F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοπριήμετος]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει εμετό [[κόπρανα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπρία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήμετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐμῶ</i> «[[κάνω]] εμετό»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ήμετος</i>, <i>δυσ</i>-<i>ήμετος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A vomiting excrement, Hp.Epid.2.1.9.
German (Pape)
[Seite 1483] (ἐμέω), Koth ausbrechend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κοπριήμετος: -ον, ἐμῶν κόπρον, περιττώματα, Ἱππ. 1008F.
Greek Monolingual
κοπριήμετος, -ον (Α)
αυτός που κάνει εμετό κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + -ήμετος (< ἐμῶ «κάνω εμετό»), πρβλ. αν-ήμετος, δυσ-ήμετος].