κωλυσιεργία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(6_11) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωλῡσιεργία''': ἡ, τὸ κωλυσιεργεῖν, [[παῦσις]], διακοπὴ ἔργου, μνημονεύεται ἐκ τῆς Εὐδοξίας. | |lstext='''κωλῡσιεργία''': ἡ, τὸ κωλυσιεργεῖν, [[παῦσις]], διακοπὴ ἔργου, μνημονεύεται ἐκ τῆς Εὐδοξίας. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η [[κωλυσιεργώ]]<br /><b>1.</b> [[παρεμβολή]] εμποδίων στη [[συντέλεση]] ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης<br /><b>2.</b> σκόπιμη [[παρεμπόδιση]] τών [[εργασιών]] επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η [[λήψη]] τους. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1543] ἡ, Hinderung der Arbeit, Störung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσιεργία: ἡ, τὸ κωλυσιεργεῖν, παῦσις, διακοπὴ ἔργου, μνημονεύεται ἐκ τῆς Εὐδοξίας.
Greek Monolingual
η κωλυσιεργώ
1. παρεμβολή εμποδίων στη συντέλεση ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης
2. σκόπιμη παρεμπόδιση τών εργασιών επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η λήψη τους.