μίνθος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />excrément.<br />'''Étymologie:''' DELG pê de [[μίνθη]], par antiphrase.<br /><span class="bld">2</span>ου (ἡ) :<br />menthe, <i>plante aromatique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue de substrat.
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />excrément.<br />'''Étymologie:''' DELG pê de [[μίνθη]], par antiphrase.<br /><span class="bld">2</span>ου (ἡ) :<br />menthe, <i>plante aromatique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue de substrat.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μίνθος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μίνθη]].———————— <b>(II)</b><br />[[μίνθος]], ὁ, και [[μίνθα]], ἡ (Α)<br />ανθρώπινη [[κόπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μίνθος]] με [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]]) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. [[μίνθη]] «[[μέντα]]» κατ' ευφημισμόν (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[μίνθα]]<br />τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία [[κόπρος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]], ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ [[ρίζα]] και συνδέεται ή με [[σμυρίζω]] και [[μύδος]] «[[σήψη]],[[υγρασία]]» (ΙΕ [[ρίζα]] <i>smu</i>-) ή με <i>μι</i>(<i>F</i>)[[αίνω]], <i>μι</i>(<i>F</i>)<i>φαρός</i> (ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>mi</i>-<i>u</i>-)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίνθος Medium diacritics: μίνθος Low diacritics: μίνθος Capitals: ΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: mínthos Transliteration B: minthos Transliteration C: minthos Beta Code: mi/nqos

English (LSJ)

ὁ,

   A human ordure, Mnesim.4.63.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, Menschenkoth, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μίνθος: ὁ, ἢ μίνθα, ἡ, «ἀνθρωπεία κόπρος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. μίνθα, «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος μίνθος» Σουΐδ. ἐν λέξ. μινθώσομεν.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG pê de μίνθη, par antiphrase.
2ου (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.

Greek Monolingual

(I)
μίνθος, ἡ (Α)
βλ. μίνθη.———————— (II)
μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α)
ανθρώπινη κόπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ' ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «μίνθα
τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία κόπρος»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο, ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ ρίζα και συνδέεται ή με σμυρίζω και μύδος «σήψη,υγρασία» (ΙΕ ρίζα smu-) ή με μι(F)αίνω, μι(F)φαρός (ΙΕ ρίζα (s)mi-u-)].