μεταβλητός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />changeant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταβάλλω]]. | |btext=ή, όν :<br />changeant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβλητός]], -ή, -όν) [[μεταβάλλω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[μεταβολή]] ή που μπορεί να μεταβληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταβλητή</i><br /><b>μαθημ.</b> μια [[ποσότητα]] η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβλητοί αστέρες»<br /><b>αστρον.</b> αστέρες η [[λαμπρότητα]] τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται [[σημαντικά]] με την πάροδο του χρόνου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A subject to change, Ph. 1.269, Plu.2.718e, S.E.M.9.151.
Greek (Liddell-Scott)
μεταβλητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
changeant.
Étymologie: adj. verb. de μεταβάλλω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταβλητός, -ή, -όν) μεταβάλλω
αυτός που υπόκειται σε μεταβολή ή που μπορεί να μεταβληθεί
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μεταβλητή
μαθημ. μια ποσότητα η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)
2. φρ. «μεταβλητοί αστέρες»
αστρον. αστέρες η λαμπρότητα τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου.