μέσφι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_2)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέσφι''': [[μέσφα]], [[μετὰ]] γεν., Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7· καὶ ὡς σύνδεσμ., ὁ αὐτ. ἐν Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13.
|lstext='''μέσφι''': [[μέσφα]], [[μετὰ]] γεν., Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7· καὶ ὡς σύνδεσμ., ὁ αὐτ. ἐν Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[μέσφι]] (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[μέσφα]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσφι Medium diacritics: μέσφι Low diacritics: μέσφι Capitals: ΜΕΣΦΙ
Transliteration A: mésphi Transliteration B: mesphi Transliteration C: mesfi Beta Code: me/sfi

English (LSJ)

= foreg.,

   A as far as, up to, c. gen., Aret.SD1.7,10,13,2.5,13: as Conj., μ. διαχωρέει Id.CA2.4; μέσφι ἄν c. subj., Id.CD2.13.

Greek (Liddell-Scott)

μέσφι: μέσφα, μετὰ γεν., Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7· καὶ ὡς σύνδεσμ., ὁ αὐτ. ἐν Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13.

Greek Monolingual

μέσφι (Α)
(επικ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα.