λευκόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόσαρκος''': -ον, ἔχων λευκὴν σάρκα, Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. 38, Ἀθήν. 312Β. | |lstext='''λευκόσαρκος''': -ον, ἔχων λευκὴν σάρκα, Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. 38, Ἀθήν. 312Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόσαρκος]], -ον)<br />αυτός που έχει λευκή [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>αρκός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with white flesh, Xenocr. ap. Orib.2.58.44, Epaenet. ap. Ath.7.312b.
German (Pape)
[Seite 35] von weißem Fleisch, bei Ath. VII, 312 b.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόσαρκος: -ον, ἔχων λευκὴν σάρκα, Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. 38, Ἀθήν. 312Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λευκή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) + -σαρκος (< σάρξ, -αρκός)].