λευκωματώδης: Difference between revisions

23
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.
|lstext='''λευκωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λευκωματώδης]], -ῶδες) [[λεύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκωματούχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[λεύκωμα]].
}}
}}