3,273,659
edits
(6_7) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66. | |lstext='''λευκωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[λευκωματώδης]], -ῶδες) [[λεύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λευκωματούχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[λεύκωμα]]. | |||
}} | }} |