λυσιμελής: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui relâche <i>ou</i> affaiblit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[μέλος]].
|btext=ής, ές :<br />qui relâche <i>ou</i> affaiblit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[μέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσιμελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], [[ατονία]] τών μελών του σώματος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Λυσιμελής</i>, <i>ἡ Λυσιμελής</i><br />[[επίκληση]] του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐμελής Medium diacritics: λυσιμελής Low diacritics: λυσιμελής Capitals: ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: lysimelḗs Transliteration B: lysimelēs Transliteration C: lysimelis Beta Code: lusimelh/s

English (LSJ)

ές,

   A limb-relaxing, epith. of sleep, Od.20.57, 23.343, Mosch.2.4, etc.; of love, Hes.Th.911, Archil.85, Sapph.40, etc.; of thirst, Thgn.838; of death, E.Supp.47 (lyr.); of wine, sickness, etc., AP11.414 (Hedyl.); of the Furies. Orph.H.70.9.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιμελής: -ές, ὁ τὰ μέλη τοῦ σώματος λύων, ἐπίθ. τοῦ ὕπνου, Ὀδ. Υ. 57., Ψ. 343, Μόσχ. 2. 4, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἡσ. Θ 911, Ἀρχίλ. 78, Σαπφὼ 43, κτλ.· ἐπὶ δίψης, Θέογν. 838· ἐπὶ θανάτου, Εὐρ. Ἱκέτ. 46· ἐπὶ οἴνου, ἀσθενείας, κτλ. Ἀνθ. Π. 11. 414· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 69. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui relâche ou affaiblit les membres.
Étymologie: λύω, μέλος.

Greek Monolingual

λυσιμελής, -ές (Α)
1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών του σώματος
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής
επίκληση του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι-μελής, θελξι-μελής].