μεγαλόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 26, Φωτ. Βιβλ. 596.
|lstext='''μεγᾰλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 26, Φωτ. Βιβλ. 596.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοντόφθαλμος]])].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφθαλμος Medium diacritics: μεγαλόφθαλμος Low diacritics: μεγαλόφθαλμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: megalóphthalmos Transliteration B: megalophthalmos Transliteration C: megalofthalmos Beta Code: megalo/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A large-eyed, Arist.Phgn.811b20, PPetr.3p.31 (iii B. C.), Plu.2.299b, Ptol.Tetr.143, Olymp.Hist.p.459 D.

German (Pape)

[Seite 108] großäugig, Arist. physiogn. 6.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 26, Φωτ. Βιβλ. 596.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)].