μεταδόρπιος: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(SL_2) |
(24) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μεταδόρπιος]] <br /> <b>1</b> [[after]] [[supper]] ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό [[τοι]] [[πέμπω]] μεταδόρπιον pr. as [[your]] [[dessert]] fr. 124. 2. | |sltr=[[μεταδόρπιος]] <br /> <b>1</b> [[after]] [[supper]] ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό [[τοι]] [[πέμπω]] μεταδόρπιον pr. as [[your]] [[dessert]] fr. 124. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταδόρπιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του δείπνου ή [[μετά]] το [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] [[μετά]] το [[δείπνο]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταδόρπιον</i><br />το [[έδεσμα]] που προσφέρεται [[μετά]] το κύριο [[φαγητό]], το [[επιδόρπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δόρπιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόρπον]] «το απογευματινό»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[δόρπιος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (δόρπον)
A in the middle of supper, during supper (as Eust. takes it, cf. μεταδήμιος, μεταίχμιος, μεταμάζιος), οὐ τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Od.4.194. 2 after supper, i. e. at one's wine, ὄχημ' ἀοιδᾶν μ. Pi.Fr.124.2; νυκτερινὴν ἐπίκωμος ἰὼν μεταδόρπιον (Adv.) ὥρην AP12.250 (Strat.); τὰ μ. dessert, Pl.Criti.115c.
German (Pape)
[Seite 146] zwischen, während der (Abend-) Mahlzeit. οὐ γὰρ ἔγωγε τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, Od. 4, 194; ὥρη, die Stunde der Mahlzeit, Strat. 89 (XII, 250); vgl. auch Crinag. 5 (VI, 229); – τὸ μεταδόρπιον, der Nachtisch, Pind. frg. 89; vgl. Plat. Critia. 115 d.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδόρπιος: -ον, (δόρπον) ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον, ἢ μᾶλλον ὁ ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου, ὁ διαρκοῦντος τοῦ δείπνου γενόμενος ἢ πράττων τι (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Εὐστ., πρβλ. μεταδήμιος, μεταίχμιος, ματαμάζιος), οὐ τέρπομ’ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Ὀδ. Δ. 194· ― ἀλλὰ βεβαίως: ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον γινόμενος ἢ πράττων τι, ἐν τοῖς ἀκολούθοις χωρίοις, ὄχημ’ ἀοιδὰν μ. Πινδ. Ἀποσπ. 89· νυκτερινὴν ἐπὶ κῶμον ἰὼν μ. ὤρην Ἀνθ. Π. 12. 250· τὰ μ., τὰ τραγήματα, καὶ τὰ ὅμοια, τὰ μετὰ τὸ δεῖπνον παρατιθέμενα, Πλάτ. Κριτί. 115C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit ou se fait après le repas du soir.
Étymologie: μετά, δόρπον.
English (Autenrieth)
(δόρπος): during supper, Od. 4.194† (cf. 213, 218).
English (Slater)
μεταδόρπιος
1 after supper ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον pr. as your dessert fr. 124. 2.
Greek Monolingual
μεταδόρπιος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια του δείπνου ή μετά το δείπνο
2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον
το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δόρπιος (< δόρπον «το απογευματινό»), πρβλ. επι-δόρπιος].