μεταῦθις: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />plus tard, ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αὖθις]]. | |btext=<i>adv.</i><br />plus tard, ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αὖθις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=μεταῡθις και ιων. τ. μεταῡτις (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μετά]] από αυτό ή [[μετά]] από αυτά, [[κατόπιν]], [[τότε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὖθις]] «[[αμέσως]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. μεταῦτις, Adv.
A afterwards, thereupon, A.Eu.478, 498 (lyr.), Hdt.1.62.
German (Pape)
[Seite 155] in Zukunft, Aesch. Eum. 456.
Greek (Liddell-Scott)
μεταῦθις: Ἰων. μεταῦτις, Ἐπίρρ., μετὰ ταῦτα, μετὰ τοῦτο, τότε, Ἡρόδ. 1. 62, Αἰσχύλ. Εὐμ. 478, 498.
French (Bailly abrégé)
adv.
plus tard, ensuite.
Étymologie: μετά, αὖθις.
Greek Monolingual
μεταῡθις και ιων. τ. μεταῡτις (Α)
επίρρ. μετά από αυτό ή μετά από αυτά, κατόπιν, τότε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αὖθις «αμέσως»].