μηλοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien de brebis <i>ou</i> de chèvres, berger, chevrier.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[φύλαξ]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien de brebis <i>ou</i> de chèvres, berger, chevrier.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[φύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μηλοφύλαξ]] και [[μαλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ωνο</i>-[[φύλαξ]])].———————— <b>(II)</b><br />[[μηλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οπωρο</i>-[[φύλαξ]])].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοφύλαξ Medium diacritics: μηλοφύλαξ Low diacritics: μηλοφύλαξ Capitals: ΜΗΛΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: mēlophýlax Transliteration B: mēlophylax Transliteration C: milofylaks Beta Code: mhlofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A one who watches sheep, APl.4.233; or apples, Sch. E.Hipp.742.

German (Pape)

[Seite 173] ακος, ὁ, Schaafwächter, -hirt, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233). – Apfelwächter, Schol. Eur. Hipp. 742.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien de brebis ou de chèvres, berger, chevrier.
Étymologie: μῆλον¹, φύλαξ.

Greek Monolingual

(I)
μηλοφύλαξ και μαλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + φύλαξ (πρβλ. ωνο-φύλαξ)].———————— (II)
μηλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φύλαξ (πρβλ. οπωρο-φύλαξ)].