μητρόθεν: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de la mère, du côté de la mère;<br /><b>2</b> du sein de sa mère;<br /><b>3</b> de la main de sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], -θεν. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de la mère, du côté de la mère;<br /><b>2</b> du sein de sa mère;<br /><b>3</b> de la main de sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], -θεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[μητρόθεν]], δωρ. τ. [[ματρόθεν]])<br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> από την [[πλευρά]] της μητέρας («[[ματρόθεν]] Ἀστυδάμειας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> από τήν [[ίδια]] τη [[μητέρα]] ή από το μητρικό [[χέρι]] («ὅν ἐξέθρεψα [[μητρόθεν]] δεδεγμένη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> από την [[κοιλιά]] ή από τα [[σπλάγχνα]] της μητέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, [[κατά]] το <i>πατρό</i>-<i>θεν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. ματρόθεν (also μήτρο-θε Pi.I.3.17), Adv., (μήτηρ)
A from the mother, by the mother's side, Id.O.7.24; καταλέξει ἑωυτὸν μ. Hdt. 1.173, cf. PMag.Par.1.316; τὰ μ. Κρῆσσα Hdt.7.99. 2 from one's mother, μ. δεδεγμένη A.Ch.750, cf. Ar.Ach.478. 3 from one's mother's womb, φυγόντα μ. σκότον A.Th.664, cf. Ch.607 (lyr.): with the force of a gen., ἦ ματρόθεν . . λέκτρ' ἐπλήσω; S.OC527 (lyr.).— Poet. word, used by Hdt., and in later Prose, Luc.Tox.51, Alex.11, Arch.Pap.2.444 (ii A.D.), D.C.49.23.
German (Pape)
[Seite 179] von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόθεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόθεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόθεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόθεν: Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. (μήτηρ) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; εἶναι μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de la mère, du côté de la mère;
2 du sein de sa mère;
3 de la main de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, -θεν.
Greek Monolingual
(Α μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν)
1. επίρρ. από την πλευρά της μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.)
2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.)
3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, κατά το πατρό-θεν].