μετατρέπω: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(SL_2)
(25)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μετατρέπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.
|sltr=[[μετατρέπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μετατρέπω]], Μ μέσ. τ. [[μετατέρπομαι]], Α αιολ. τ. [[πεδατρέπω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]], [[μεταποιώ]] (α. «μετέτρεψα το αρχικό [[σχέδιο]] του σπιτιού» β. «ὁ [[γέλως]] ὑμῶν εἰς [[πένθος]] μετατραπήτω», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[μεταστρέφω]] («μοῑραν μετατραπεῑν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>μετατρέπομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει [[γνώμη]], ιδέες ή [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[μετανιώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μετατρέπομαι πρὸς [[ὕπνον]]» — [[κοιμάμαι]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[εξουσία]] ή [[κατοχή]]) [[ανατρέπω]], [[καταλύω]]<br /><b>5.</b> (το μέσ.) στρέφομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το μέσ.) α) στρέφομαι, [[γυρίζω]] [[προς]] τα [[πίσω]] («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, [[μετά]] δ' ἐτράπετ'»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρέπω]]<br />ο τ. [[μετατέρπομαι]] με αναγραμματισμό].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετατρέπω Medium diacritics: μετατρέπω Low diacritics: μετατρέπω Capitals: ΜΕΤΑΤΡΕΠΩ
Transliteration A: metatrépō Transliteration B: metatrepō Transliteration C: metatrepo Beta Code: metatre/pw

English (LSJ)

Aeol. πεδατρέπω Alc.Supp.28.10:—

   A overthrow, l.c.    2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX4 Ma.15.18.    3 change, νόημα AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e).    II Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc.    2 Med. with aor. 2 Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160, cf.12.238; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12.—Not in Prose before Aristeas.

German (Pape)

[Seite 155] umwenden, umkehren, Sp. – Häufiger im pass., sich umwenden, umkehren, μετὰ δ' ἐτράπετο Il. 1, 199, μετατραπείς Plut. Sept. sap. conv. 11. – Gew. übertr., sich an Etwas kehren, c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, Il. 1, 160. 12, 238, φιλότητος ἑταίρων, 9, 630; Ap. Rh. 4, 358.

Greek (Liddell-Scott)

μετατρέπω: μέλλ. -ψω, τρέπω ὀπίσωμακράν, μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· μετὰ δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, ὀπίσω, «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, μετὰ δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) βλέπω πρὸς τὰ ὀπίσω, φροντίζω περί τινος, Τρώων, τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· σχέτλιος οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. ἐντρέπω ΙΙ. 2, ἐπιστρέφω ΙΙ. 3, μεταστρέφω ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.

English (Slater)

μετατρέπω
   1 change πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a.

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω)
1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο του σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ)
2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν μετατραπεῑν», Πίνδ.)
νεοελλ.-μσν.
(το μέσ.) μετατρέπομαι
αλλάζω προς το χειρότερο
μσν.
1. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, ιδέες ή πίστη
2. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
3. φρ. «μετατρέπομαι πρὸς ὕπνον» — κοιμάμαι
4. (σχετικά με εξουσία ή κατοχή) ανατρέπω, καταλύω
5. (το μέσ.) στρέφομαι σε κάτι άλλο
αρχ.
(το μέσ.) α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω («θάμβησεν δ' Αχιλλεύς, μετά δ' ἐτράπετ'»
Ομ. Ιλ.)
β) φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + τρέπω
ο τ. μετατέρπομαι με αναγραμματισμό].