μονοσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(6_3)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοσίδηρος''': [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· [[ἴσως]] [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. [[μονόξυλος]].
|lstext='''μονοσίδηρος''': [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· [[ἴσως]] [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. [[μονόξυλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοσίδηρος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος μόνο από σίδηρο, εξ ολοκλήρου [[σιδερένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σίδηρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 205] aus bloßem Eisen, nur Conj., Ar. Equ. 1046.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσίδηρος: [ῐ], -ον, μόνον ἐκ σιδήρου πεποιημένος· ἴσως οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1046· πρβλ. μονόξυλος.

Greek Monolingual

μονοσίδηρος, -ον (Α)
κατασκευασμένος μόνο από σίδηρο, εξ ολοκλήρου σιδερένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σίδηρος.