μήτε: Difference between revisions
(T21) |
(25) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(μή and the enclitic τέ) (from [[Homer]] [[down]]), a copulative [[conjunction]] of [[negation]], [[neither]], [[nor]] (differing from [[οὔτε]] as μή does from οὐ. It differs from [[μηδέ]]; in [[that]] [[μηδέ]] separates [[different]] things, [[but]] [[μήτε]] those [[which]] are of the [[same]] [[kind]] or [[which]] are parts of [[one]] [[whole]]; cf. Winer s Grammar, § 55,6; (Buttmann, § 149,13b.)): [[μήτε]] ... [[μήτε]], [[neither]] ... [[nor]], T μή ... [[μηδέ]]); μή ... [[μήτε]] we [[must]] [[with]] L T Tr WH [[substitute]] μή ... [[μηδέ]]). μή ... [[μήτε]] ... [[μήτε]], [[ἵνα]] μή ... [[μήτε]] ... [[μήτε]], [[μηδέ]] ... [[μήτε]] ... [[μήτε]], L T Tr WH; μή [[εἶναι]] ἀνάστασιν, [[μηδέ]] ἄγγελον (for [[that]] is [[something]] [[other]] [[than]] [[ἀνάστασις]]), [[μήτε]] [[πνεῦμα]] ([[because]] angels belong to the [[genus]] πνεύματα), R G; cf. Winer s Grammar, 493 (409); (Buttmann, 367f (314 f)). | |txtha=(μή and the enclitic τέ) (from [[Homer]] [[down]]), a copulative [[conjunction]] of [[negation]], [[neither]], [[nor]] (differing from [[οὔτε]] as μή does from οὐ. It differs from [[μηδέ]]; in [[that]] [[μηδέ]] separates [[different]] things, [[but]] [[μήτε]] those [[which]] are of the [[same]] [[kind]] or [[which]] are parts of [[one]] [[whole]]; cf. Winer s Grammar, § 55,6; (Buttmann, § 149,13b.)): [[μήτε]] ... [[μήτε]], [[neither]] ... [[nor]], T μή ... [[μηδέ]]); μή ... [[μήτε]] we [[must]] [[with]] L T Tr WH [[substitute]] μή ... [[μηδέ]]). μή ... [[μήτε]] ... [[μήτε]], [[ἵνα]] μή ... [[μήτε]] ... [[μήτε]], [[μηδέ]] ... [[μήτε]] ... [[μήτε]], L T Tr WH; μή [[εἶναι]] ἀνάστασιν, [[μηδέ]] ἄγγελον (for [[that]] is [[something]] [[other]] [[than]] [[ἀνάστασις]]), [[μήτε]] [[πνεῦμα]] ([[because]] angels belong to the [[genus]] πνεύματα), R G; cf. Winer s Grammar, 493 (409); (Buttmann, 367f (314 f)). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μήτε]])<br /><b>(σύνδ.)</b> και όχι (α. «[[μήτε]] εγώ το [[είπα]], [[μήτε]] αυτός» β. «[[μήτε]] μέγαν μήτ' οὖν νεαρῶν τιν' υπερτελέσαι μέγα δουλείας [[γάγγαμον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ουδέ]], [[μηδέ]], [[ούτε]] («[[μήτε]] να σέ ξαναδώ στα μάτια μου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>μή</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A and not, mostly doubled, μήτε . . μήτε . . neither . . nor... Hom., etc.; μήτε... μήτ' οὖν . . A.Ag.358 (anap.), 472 (lyr.); μηδέ τῳ ἐκφάσθαι, μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν Od.13.308; μήτε... μηδέ, v. μηδέ; μήτε... τε . . both not... and... Il.13.230, Hdt.1.63, E.Heracl. 454, Lys.12.72; also μήτε... δέ . . S.OC421, Pl.Lg.627e; μή... μήτε . . S.OC496 codd., E.IA978 codd. 2 μήτε is perh. sts. omitted in the former of two clauses, ἑκόντα μήτ' ἄκοντα S.Ph.771 (v. l.), cf. Ant.267.
German (Pape)
[Seite 178] und nicht, gew. μήτε – μήτε, weder – noch, wie οὔτε Unterabtheilungen eines verneinenden Satzes bildend, in allen den Fällen. in welchen μή steht; μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν, Od. 13, 308, öfter, wie bei den Folgdn überall; auch mehrere Male wiederholt, μήτ' εἰσδέχεσθαι μήτε προσφωνεῖν τινα μήτ' ἐν θεῶν εὐχαῖσι μήτε θύμασι κοινὸν ποιεῖσθαι, μήτε χέρνιβας νέμειν, Soph. O. R. 238 ff.; auch οὔτε – μήτε, οὔτ' ἂν δυναίμην μήτ' ἐπισταίμην λέγειν, Ant. 682. – Auch tritt statt des zweiten μήτε ein einfaches τε ein, wodurch ein größerer Nachdruck auf diesen affirmirenden Satztheil fällt, τῷ νῦν μήτ' ἀπόληγε κέλευέ τε φωτὶ ἑκάστῳ, so viel wie »höre nicht auf, sondern ermahne einen jeden«, Il. 13, 230; χρῆν γάρ σε μήτ' αὐτόν ποτ' ἐς Τροίαν μολεῖν ἡμᾶς τ' ἀπείργειν, Soph. Phil. 1347, vgl. Trach. 579; Aesch. Eum. 821; Plat. Rep. V, 469 c; Xen. An. 2, 2, 8 u. sonst nicht selten; wovon sich die Fälle unterscheiden, wo μήτε nur einmal steht u. bei dem andern Satzgliede zu ergänzen ist, ἐφίεμαι ἑκόντα μήτ' ἄκοντα, Soph. Phil. 760; vgl. O. C. 1557; anakoluthisch folgt auch δέ, 422. Vgl. μηδέ.
Greek (Liddell-Scott)
μήτε: κατὰ τὸ πλεῖστον διπλοῦν, μήτε... μήτε..., συχνὸν παρ’ Ὁμ. κτλ.· μήτε..., μήτ’ οὖν... Αἰσχύλ. Ἀγ. 358, 472· - ἀλλ’ ἐνίοτε, μηδέ..., μήτε, Ὀδ. Ν. 308, κτλ.· μήτε..., μηδέ, ἴδε ἐν λέξ. μηδέ· μήτε..., τε..., Ἰλ. Ν. 230, Ἡρόδ. 1. 63, Εὐρ. Ἡρακλ. 454· (ὡσαύτως, κατ’ ἀνακόλουθον, μήτε..., δέ..., Σοφ. Ο. Κ. 423, Πλάτ. Νόμ. 627Ε)· μή..., μήτε..., Σοφ. Ο. Κ. 496, Εὐρ. Ι. Α. 978. 2) μήτε, ἐνίοτε παραλείπεται ἐν τῇ πρώτῃ τῶν δύο προτάσεων, ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα Σοφ. Φ. 771, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 373 (ἔνθα ὁ Πόρσ. μήτε)· πρβλ. οὔτε II. 5. δ.
French (Bailly abrégé)
adv.
ni, correspond à μή, comme οὔτε à οὐ.
Étymologie: μή, τε.
English (Autenrieth)
(μή τε): regularly correlative, μήτε.. μήτε, neither.. nor, (not) either.. or, dividing a single neg. statement. μήτε.. τε, Il. 13.230. For the difference between μήτε and οὔτε, see μή.
English (Slater)
μήτε
a μή μήτε, neither — nor. ὤμοσε γὰρ θεὸς μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (Pae. 6.116) [coni. Bergk (O. 11.18) ]
b μήτε μήτε, c. impv. ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6) —7.
c μήτε δέ, in wish. μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν (P. 4.297)
d μή μήτε μηδέ, c. impv. μή νυν, ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες, μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους (I. 2.44)
English (Strong)
from μή and τέ; not too, i.e. (in continued negation) neither or nor; also, not even: neither, (n-)or, so as much.
English (Thayer)
(μή and the enclitic τέ) (from Homer down), a copulative conjunction of negation, neither, nor (differing from οὔτε as μή does from οὐ. It differs from μηδέ; in that μηδέ separates different things, but μήτε those which are of the same kind or which are parts of one whole; cf. Winer s Grammar, § 55,6; (Buttmann, § 149,13b.)): μήτε ... μήτε, neither ... nor, T μή ... μηδέ); μή ... μήτε we must with L T Tr WH substitute μή ... μηδέ). μή ... μήτε ... μήτε, ἵνα μή ... μήτε ... μήτε, μηδέ ... μήτε ... μήτε, L T Tr WH; μή εἶναι ἀνάστασιν, μηδέ ἄγγελον (for that is something other than ἀνάστασις), μήτε πνεῦμα (because angels belong to the genus πνεύματα), R G; cf. Winer s Grammar, 493 (409); (Buttmann, 367f (314 f)).
Greek Monolingual
(ΑΜ μήτε)
(σύνδ.) και όχι (α. «μήτε εγώ το είπα, μήτε αυτός» β. «μήτε μέγαν μήτ' οὖν νεαρῶν τιν' υπερτελέσαι μέγα δουλείας γάγγαμον», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ουδέ, μηδέ, ούτε («μήτε να σέ ξαναδώ στα μάτια μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μή].