νεολεξία: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_11) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεολεξία''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[νεόλεκτος]], Γλωσσ. | |lstext='''νεολεξία''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[νεόλεκτος]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />το να λέει [[κανείς]] [[κάτι]] καινούργιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεόλεκτος]] (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].———————— <b>(II)</b><br />[[νεολεξία]], ἡ (Α) [[νεόλεκτος]]<br />η [[κατάσταση]] του νεολέκτου. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A tirocinium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 242] ἡ, Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.
Greek (Liddell-Scott)
νεολεξία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ νεόλεκτος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].———————— (II)
νεολεξία, ἡ (Α) νεόλεκτος
η κατάσταση του νεολέκτου.